- νηποινεί
- νηποινείwith impunityindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηποινεί — και νηποινί (Α) επίρρ. χωρίς τιμωρία, ατιμώρητα, ατιμωρητί («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν πόλεων νηποινεὶ ἀποκτείνειν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νήποινος + επιρρμ. κατάλ. εί / ί (πρβλ. αθε εί, κληρωτ ί)] … Dictionary of Greek
ԱՆՍԽՈՒՐԱՆ — ( ) NBH 1 0236 Chronological Sequence: 6c ա.մ. νήποινος, νηποινεί impuis, ne Առանց այլոյ հատուցման կամ փոխարինի ʼի վճար յանցանաց. առանց տուգանաց. անխնայ. *Հրամայէ զայրակինն՝ որ զբնութեանն օրէնս ʼի բաց հատեալ, անսխուրան մեռանել. ո՛չ մի օր, այլ եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)